Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια από τις μεγαλύτερες θεσμικές και πολιτικές κρίσεις των τελευταίων ετών, καθώς το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το βάθος της διαφθοράς και της διαπλοκής στον πολιτικό και κρατικό μηχανισμό.
Μετά την επιβολή προστίμου-μαμούθ ύψους 415 εκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για συστηματική κατάχρηση ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το ποσό θα καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, μετακυλίοντας το βάρος της διαφθοράς στους ώμους του Έλληνα φορολογούμενου.
Η υπόθεση ξεκίνησε από πολύμηνη έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με επικεφαλής τη Laura Kövesi, και της Ελληνίδας εισαγγελέως Πόπης Παπανδρέου. Η έρευνα αποκάλυψε ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα που, μέσω πλαστών μισθωτηρίων και εικονικών εκτάσεων, διοχέτευε ευρωπαϊκά κονδύλια σε ανύπαρκτους δικαιούχους.
Στη δικογραφία εμπλέκονται στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, βουλευτές και κορυφαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Οι παραιτήσεις υπουργών και υφυπουργών που ακολούθησαν δεν κατάφεραν να κατευνάσουν τη δημόσια οργή.
Οι τηλεφωνικές υποκλοπές που περιλαμβάνονται στη δικογραφία αποκάλυψαν προσπάθειες συγκάλυψης και συντονισμού για την παρεμπόδιση της δικαστικής έρευνας. Παρά τις “φήμες” για ευρύτερη πολιτική παρακολούθηση, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταγραφές αφορούσαν κυρίως το κύκλωμα του σκανδάλου.
Το γεγονός, ωστόσο, ανέδειξε για ακόμη μια φορά την αδυναμία των θεσμών να λειτουργήσουν προληπτικά και αποτελεσματικά, αφήνοντας περιθώριο για ατιμωρησία και συγκάλυψη.
Η απογοήτευση και η οργή όσων μοχθούν τίμια είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. «Είναι εξοργιστικό να πληρώνουμε εμείς τα σπασμένα ενός κυκλώματος που λυμαίνεται τα ευρωπαϊκά κονδύλια εδώ και χρόνια», δηλώνει στην κάμερα αγρότης από την Κρήτη, που βλέπει τις ενισχύσεις του να μειώνονται λόγω του σκανδάλου.
Αντίστοιχα, ο Κυριάκος Βήρος, πρόεδρος Βιολογικών Μελισσοκόμων Ελλάδας, σημειώνει πως «Οι τίμιοι μελισσοκόμοι κινδυνεύουν να χάσουν σημαντικά έσοδα, καθώς εισβολείς απορροφούν τον προϋπολογισμό των επιδοτήσεων».
Οι αδυναμίες του ελληνικού μιντιακού τοπίου
Την ώρα που τα Ευρωπαϊκά και διεθνή μέσα ενημέρωσης βοούσαν για το οικονομικό σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, τα ελληνικά μίντια ασχολούταν με τους ινφλουενσερ και το ποδόσφαιρο!
Η διεθνής δημοσιότητα που πήρε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά δίκτυα να το αναδεικνύουν ως πρώτο θέμα, λειτούργησε ως καταλύτης.
Υπό την πίεση της διεθνούς κάλυψης, τα ελληνικά ΜΜΕ αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν, αφιερώνοντας περισσότερο χώρο και χρόνο στην υπόθεση και υιοθετώντας συχνά πιο κριτική στάση απέναντι στην κυβέρνηση και τους εμπλεκόμενους φορείς.
Αυτό ανέδειξε, για ακόμη μία φορά, ότι η λειτουργία της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε πιέσεις, αλλά και ότι η διεθνής λογοδοσία μπορεί να αποτελέσει μοχλό για την ενίσχυση της διαφάνειας.
Η στάση αυτή των ελληνικών ΜΜΕ δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Σε κρίσιμες υποθέσεις διαφθοράς, όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών ή η υπόθεση Novartis, παρατηρήθηκε παρόμοια καθυστέρηση ή επιλεκτική ανάδειξη των γεγονότων, με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να ενημερώνεται αποσπασματικά ή με σημαντική καθυστέρηση.
Αυτή η τάση ενισχύει την καχυποψία των πολιτών απέναντι στον ρόλο των μέσων ενημέρωσης και τροφοδοτεί την αίσθηση ότι η ενημέρωση συχνά λειτουργεί ως προέκταση πολιτικών ή επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η διαχρονική παθογένεια των σκανδάλων
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, αλλά η κορυφή ενός παγόβουνου που έχει τις ρίζες του δεκαετίες πίσω.
Η διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων στην Ελλάδα υπήρξε διαχρονικά πεδίο διαπλοκής, πελατειακών σχέσεων και ατιμωρησίας. Παρόμοια φαινόμενα είχαν καταγραφεί στο παρελθόν με τις επιδοτήσεις των «βοσκοτόπων» και τα προγράμματα βιολογικής γεωργίας, όπου και πάλι αποκαλύφθηκαν «φουσκωμένοι αριθμοί» και εικονικές αιτήσεις.
Οι μηχανισμοί ελέγχου, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς ή και εσκεμμένα αδύναμοι, αφήνοντας χώρο σε κυκλώματα να δρουν ανενόχλητα.
Η πολιτική ηγεσία, ανεξαρτήτως κόμματος, συστηματικά απέφευγε να αγγίξει τις “ιερές αγελάδες” της διαφθοράς. Το σύστημα λειτουργούσε με άτυπες συμφωνίες και αλληλοκαλύψεις, όπου η ατιμωρησία ήταν ο κανόνας.
Η παραίτηση μερικών στελεχών δεν αρκεί για να πείσει την κοινωνία ότι υπάρχει πραγματική βούληση για κάθαρση. Αντίθετα, η απόφαση να πληρώσει το πρόστιμο ο φορολογούμενος ενισχύει την πεποίθηση πως το πολιτικό κόστος είναι πάντα συλλογικό, ποτέ ατομικό.
Το τίμημα της διαφθοράς;; Θα το πληρώσει ο Έλληνας!
Η απόφαση της κυβέρνησης να καλύψει το πρόστιμο από τον κρατικό προϋπολογισμό έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. «Για άλλη μια φορά, πληρώνουμε τις αμαρτίες των άλλων. Πότε θα λογοδοτήσει πραγματικά κάποιος;» διερωτάται δημότης σε λαϊκή αγορά της Αθήνας.
Οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν για τις παρανομίες και τις αποτυχίες ενός συστήματος που αδυνατεί να αυτοκαθαρθεί. Τα χρήματα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την υγεία, την παιδεία ή την κοινωνική πολιτική, θα διατεθούν για να καλυφθούν οι «βρώμικες δουλειές» ενός κυκλώματος που λειτούργησε με την ανοχή ή και τη συμμετοχή κρατικών αξιωματούχων.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι απλά ένα ακόμη οικονομικό σκάνδαλο! Αποκαλύπτει το βαθύ πρόβλημα της διαπλοκής και της ατιμωρησίας στην Ελλάδα. Η διεθνής διάσταση που έλαβε το θέμα, με τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά μέσα να το αναδεικνύουν, εντείνει την πίεση για κάθαρση και διαφάνεια. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν το πολιτικό σύστημα θα τολμήσει να προχωρήσει σε ουσιαστική αυτοκάθαρση.
Σε κάθε περίπτωση, ο Έλληνας φορολογούμενος καλείται για μια ακόμη φορά να καλύψει το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και να πληρώσει το τίμημα των πράξεων αυτών που επέλεξε!