18 Δεκεμβρίου 1803: Ο χορός του Ζαλόγγου

Ο χορός του Ζαλόγγου

Ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στην «Ωδή στον Βύρωνα», υμνεί τις περήφανες ηρωίδες Σουλιώτισσες και την αυτοθυσία τους με τα παρακάτω λόγια:

«Τες εμάζωξεν στο μέρος
του Ζαλόγγου το ακρινό
της ελευθερίας ο έρως
και τις έμπνευσε χορό…»

Ο χορός του Ζαλόγγου

Δεν ήταν αυτός όμως που τις έκανε γνωστές. Γνωστές έγιναν από μόνες τους για την περηφάνια και την αυτοθυσία τους όταν κατάλαβαν ότι θα έπεφταν στα χέρια των Τούρκων.

Ο Δεκέμβρης του 1803 ήταν ο μήνας που σημάδεψε και σημαδεύτηκε το Σούλι.

Ήταν η χρονιά που ερήμωσε το Σούλι. Πολλοί το εγκατέλειψαν, άλλοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και άλλοι συνειδητά έμειναν και πέθαναν για τα ιδανικά και την πατρίδα τους.

Την 12η Δεκεμβρίου ανήμερα την υπογραφής της συνθήκης με τους Τούρκους, ο καλόγερος Σαμουήλ μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες αντί να παραδώσει το Κούγκι όπως είχε συμφωνηθεί βάζει φωτιά στις πυριτιδαποθήκες και το ανατινάζει.

Παίρνει μαζί του στον άλλο κόσμο ουκ ολίγους Τουρκαλβανους του Αλη Πασά.

Ο Τούρκος αξιωματούχος αθετεί μετά από αυτό την συμφωνία του και στέλνει 2000 Τουρκαλβανούς στο Σουλι για αντίποινα.

Το ένα, από χίλιους Τουρκαλβανούς, υπό την ηγεσία του Μπεκίρ Τζογαδούρου, προχωρά και καταλαμβάνει όλα τα σημεία ΒΑ του Ζαλόγγου απ’ όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι Σουλιώτες, ενώ το άλλο, από χίλιους άνδρες επίσης, με επικεφαλής τον Βελή, γιο του Αλή πασά, κατευθύνεται στο χωριό Καμαρίνα που βρίσκεται κάτω από το Ζάλογγο και είναι έτοιμο να επέμβει.

Διαταγή άνωθεν

Οι Τουρκαλβανοί, καλούν τους Σουλιώτες να παραδώσουν τα όπλα και να μεταβούν στα Γιάννενα,όπου ο ίδιος ο Αλή θα ορίσει τον νέο τόπο διαμονής τους. Οι Σουλιώτες γνωρίζοντας τι τους περιμένει, αρνούνται κατηγορηματικά και αποφασίζουν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος.

Μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών, δόθηκαν σκληρές μάχες. 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, έσπασαν τον κλοιό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Μια άλλη ομάδα, υπό τον Ν. Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Μπεκίρ Τζογαδούρου, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός (βλάμης) του Κουτσονίκα.

Θάρρος και περηφάνια απ’ τις Σουλιώτισσες

Μερικές γυναίκες, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και κατ’ άλλες 22, και λίγοι άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι.

Προτίμησαν από την ατιμία και τη σκλαβιά, τον έντιμο θάνατο μαζί με τα παιδιά τους.

Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους στο βάραθρο κάτω από το Ζάλογγο, οι Σουλιώτισσες σχημάτισαν χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο βάραθρο.

Ο χορός συνοδευόταν, σύμφωνα με την παράδοση, από το θρυλικό τραγούδι:«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή, κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή…».Μαρτυρίες λένε ότι κάποια παιδιά απ αυτά επέζησαν.

Το γεγονός αυτό έκανε τέτοια εντύπωση που πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν και κατέγραψαν το γεγονός.

Φρανσουά Πουκεβίλ

Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων.

Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μια το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.

Κλωντ Φωριέλ

..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ’ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του.

Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη.

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι.

Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό.

Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ’ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο.

Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ’ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας.

Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη ο υπερβολικός(;)

Εκατό γυναίκες που έμεναν με μια ομάδα παιδιών, βρέθηκαν χωρισμένες από αυτούς και ψηλά από ένα βράχο στον οποίο είχαν σκαρφαλώσει, έγιναν μάρτυρες της φρικτής μοίρας των συντρόφων τους τους απείλησαν με τη σειρά τους!

Αλλά μια ξαφνική απόφαση τους υποσχέθηκε μια βοήθεια ενάντια στην ατίμωση και τη ντροπή των βασάνων. Έδωσαν τα χέρια και στο πλάτωμα του βράχου αρχίζουν ένα χορό του οποίου ένας ανήκουστος ηρωισμός ενέπνεε τα βήματα, και του οποίου η αγωνία του θανάτου επέσπευδε την πτώση.

Πατριωτικά τραγούδια την συνόδευαν.. οι επωδοί τους αντηχούσαν στα αυτιά των Μωαμεθανών … Ο ουρανός χωρίς αμφιβολία τις άκουγε!

Στο τέλος των επωδών τους, οι εκατό γυναίκες έβγαλαν μια διαπεραστική και παρατεταμένη κραυγή, της οποίας ο ήχος έσβησε στο βάθος ενός τρομερού βάραθρου όπου παρασύρθηκαν μαζί με κείνες όλα τα παιδιά.

Χριστόφορος Περραιβός

Τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής.

Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν’ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας.

Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων.

Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν.

Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού.

Ιάκωβος Μπαρτόλντυ

Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου.

Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή.

Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν.

Κάποιοι μιλούν για 22 γυναίκες κάποιοι για 56 και κάποιοι πάλι για περίπου 100.

Όπως και να έχει όμως η πράξη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης όσον αφορά την αγάπη τους για την πατρίδα και το ήθος αυτών των γυναικών.

Τις τιμούμε κάθε χρόνο στις 18.12 για την παρακαταθήκη που μας άφησαν.