Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χτυπάει «καμπανάκι» στην Τουρκία

Νέες κυρώσεις για οποιαδήποτε μελλοντική συναλλαγή της Τουρκίας με τη ρωσική αμυντική βιομηχανία

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χτυπάει «καμπανάκι» στην Τουρκία

Δεν πρόλαβαν να περάσουν 24 ωρες από τον ωμό εκβιασμό του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς τις ΗΠΑ, δηλώνοντας πως εάν δεν πουληθούν στην Τουρκία F-16 θα αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη από άλλη πηγή, η αντίδραση του Αμερικανικού παράγοντα ήταν άμεση και αποφασιστική.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαμηνύει με ιδιαίτερα ηχηρό τρόπο στη γείτονα της Ελλάδος χώρα, πως οποιαδήποτε μελλοντική συναλλαγή της Τουρκίας με τον ρωσικό αμυντικό τομέα θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή νέων κυρώσεων, από μέρους της Ουάσινγκτον.

Ως γνωστόν, η Τουρκία έχει ήδη αποπεμφθεί από το πρόγραμμα παραγωγής των μαχητικών F-35, εξαιτίας της απόκτησης του ρωσικού συστήματος S-400.

Κι όλα αυτά σε μια στιγμή κατά την οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση για την αγορά νέων μαχητικών F-16 αλλά και την αναβάθμιση του υφιστάμενου στόλου που κατέχει.

Απαντώντας σε ερώτηση της ιστοσελίδας Hellas Journal, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημείωσε χαρακτηριστικά ότι:

Η Τουρκία είναι ένας μακροχρόνιος και πολύτιμος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, η απόκτηση των S-400 έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν όλοι οι σύμμαχοι στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2016 στη Βαρσοβία για τη μείωση των εξαρτήσεων από τον ρωσικό εξοπλισμό.

Προτρέπουμε την Τουρκία, και όλους τους εταίρους και τους συμμάχους των ΗΠΑ, να αποφύγουν μελλοντικές αγορές ρωσικών όπλων, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων S-400, που προσφέρουν στη Ρωσία έσοδα, πρόσβαση και επιρροή.

Οποιεσδήποτε τέτοιες συναλλαγές θα μπορούσαν να υπόκεινται σε κυρώσεις CAATSA, ξεχωριστές και επιπλέον από αυτές που έχουν ήδη επιβληθεί.

Οι κυρώσεις CAATSA, δεν είναι τίποτε άλλο, από όσα προβλέπονται στο νόμο του Αυγούστου του 2017 για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων.

Πιο συγκεκριμένα το εδάφιο 231 του νόμου CAATSA επιβάλλει κυρώσεις μόνο για σημαντικές συναλλαγές σε θέματα εξοπλισμού που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 2 Αυγούστου 2017 και όχι νωρίτερα, από οποιαδήποτε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ.