Ευρύτατες συζητήσεις έχουν ανοίξει σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής για το ζήτημα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών και της τεκνοθεσίας και υιοθεσίας, ενώ η αντιμετώπιση του θέματος, όπως τουλάχιστον το θέτει ο κυβερνητικός σχεδιασμός, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις τόσο στο κυβερνητικό κόμμα, όσο και στην αντιπολίτευση.
Το ζήτημα που προκαλεί αντιδράσεις δεν είναι, όπως προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, η θεσμοθέτηση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών.
Το θέμα που διχάζει αφορά την τεκνοθεσία και την υιοθεσία, την απόκτηση δηλαδή παιδιών δια μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η διαδικασία της παρένθετης μητέρας και η καταφυγή σε δωρητές σπέρματος των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και η χρήση του δικαιώματος στην υιοθεσία (νομοθετημένο στην Ελλάδα από το 1946, αλλά για ετερόφυλα ζευγάρια ή για άνδρες ή γυναίκες που ζουν μόνοι (νες) τους), απασχολούν έντονα την κοινωνία.
Οι πλέον πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης καταδεικνύουν πως η ελληνική κοινωνία είναι απολύτως διχασμένη ως προς το πώς θα πρέπει η πολιτική ηγεσία και η Πολιτεία να διαχειριστούν τα ζητήματα αυτά.
Η στάση της Εκκλησίας και το δημοψήφισμα
Η Εκκλησία, από την άλλη, εξαρχής έθεσε επί τάπητος ως ζήτημα αρχής την άρνηση της να συναινέσει, πόσο δε μάλλον να ευλογήσει την προοπτική θεσμοθέτησης του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, απορρίπτοντας ξεκάθαρα και χωρίς ταλαντεύσεις το ενδεχόμενο να νομιμοποιηθεί η τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, σε πολύ πρόσφατη τοποθέτησή του, άφησε να αιωρείται η πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το μείζον αυτό ζήτημα.
Δημοψήφισμα: Ανάγκη ή πολιτική αποπροσανατολισμού α λα ΣΥΡΙΖΑ;
Η καταφυγή σε δημοψήφισμα δεν αποτελεί μόνον την έσχατη πολιτική αποπροσανατολισμού, όπως συνέβη το 2015 με το περίφημο δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Θυμίζουμε πως στην πολιτισμένη Ευρώπη, στην οποία παραπέμπουμε συνήθως όταν τα πράγματα περιπλέκονται στην Ελλάδα, η λύση του δημοψηφίσματος προκρίθηκε επανειλημμένως όταν πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα δίχαζαν της ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Στην Ιταλία κατέφυγαν σε δημοψήφισμα για την υιοθέτηση του δικαιώματος των γυναικών στην έκτρωση. Στη Γαλλία κατέφυγαν σε δημοψήφισμα τη δεκαετία του 90′ για την έγκριση ή την απόρριψη του σχεδίου ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, έχουμε ταλαιπωρήσει πλειστάκις στο παρελθόν αυτήν την έκφραση άμεσης Δημοκρατίας με δημοψηφίσματα που οδηγούσαν σε παραπλάνηση της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση πετά το μπαλάκι στην πολιτική εξέδρα αποκλείοντας την κοινωνία
Η κυβέρνηση, δια του εκπροσώπου της, απέρριψε την πρόταση του Αρχιεπισκόπου, διατυπώνοντας την άποψη ότι επί τέτοιων θεμάτων δεν νοείται διεξαγωγή Δημοψηφίσματος.
Ως εκ τούτου, διατυπώνεται το αφελές ερώτημα: Αν για ένα ζήτημα τόσο διχαστικό όπως αυτό δεν νοείται καταφυγή σε Δημοψήφισμα, τότε για ποια ζητήματα οι πολιτικές ηγεσίες θα κατέφευγαν σε μία τέτοια διαδικασία;
Η έννοια του δημοψηφίσματος προϋποθέτει ξεκάθαρο ερώτημα, ξεκάθαρα διατυπωμένο, ώστε οι πολίτες, χωρίς τον κίνδυνο παραπλάνησης, να τοποθετηθούν ξεκάθαρα με ένα «ΝΑΙ» ή ένα «ΟΧΙ».
Τι προβλέπει το Σύνταγμα
Δημοψήφισμα
Στο άρθρο 44, παράγραφος 2, εδάφιο α’, του ισχύοντος Συντάγματος, προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα.
Για να διενεργηθεί δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα απαιτείται σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου προς τη Βουλή και απόφαση της Βουλής για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή με 151 βουλευτές, εφόσον ο αριθμός όλων των βουλευτών είναι 300).
Ακολούθως, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά δεσμία αρμοδιότητα (δηλαδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που αποφάσισε η Βουλή, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου).
Περαιτέρω, στο εδάφιο β’ του άρθρου 44 παράγραφος 2 του ισχύοντος Συντάγματος, προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφίσματος επί ψηφισμένων νομοσχεδίων που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό θέμα, δηλαδή η έγκριση ψηφισμένων νομοσχεδίων από τον λαό.
Για να διενεργηθεί ένα τέτοιο δημοψήφισμα απαιτείται απόφαση της Βουλής, η οποία λαμβάνεται με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, αφού προηγηθεί πρόταση από τα δύο πέμπτα του συνόλου των βουλευτών (120).
Μετά τη λήψη αποφάσεως της Βουλής που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το ψηφισμένο νομοσχέδιο δημοσιεύεται ως νόμος του κράτους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μόνον εφόσον η απάντηση αποδοχής του (ΝΑΙ) λάβει την πλειοψηφία στο δημοψήφισμα.
Πηγή: zougla.gr