Οι εκτελέσεις των SS στη Βοιωτία κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο

Οι εκτελέσεις των SS στη Βοιωτία κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο

Ούτε η Βοιωτία έμελλε να γλυτώσει από το καταστροφικό μίσος και τις εκτελέσεις των Ναζιστικών στρατευμάτων κατά την περίοδο του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

Συγκεκριμένα, την χρονιά 1944, λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος και βλέποντας ότι χάνουν έβγαλαν όλο το μίσος και το κόμπλεξ που τους είχε δημιουργήσει η ήττα αυτή, ακόμα και σε γυναίκες, παιδιά και αμάχους, ξεκληρίζοντας ολόκληρα χωριά και καίγοντας ότι έβρισκαν στο διάβα τους.

Υψηλάντης

Ο Υψηλάντης είναι χωριό του Δήμου Αλίαρτου του Νομού Βοιωτίας,  κτισμένο στις πλαγιές του Ελικώνα, πάνω από την πεδιάδα της Κωπαΐδας και σε υψόμετρο 200 μέτρων.

Κοντά στον Υψηλάντη, στις 8 Ιανουαρίου 1944, οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν 50 Έλληνες, που κρατούνταν στις φυλακές Λιβαδειάς.

Αιτία για την μαζική αυτή εκτέλεση αγωνιστών υπήρξε ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη μέσα στο χωριό Υψηλάντης, από αντάρτες που δρούσαν στον Ελικώνα.

Με γερμανική διαταγή απαγορεύτηκε αυστηρά η κατάθεση στεφάνων, η σταυροθεσία και η τέλεση μνημόσυνου για τα θύματα.

Σε  μαρτυρίες που προέρχονται από φακέλους του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας με ένδειξη «Ναζιστές εγκληματίες πολέμου» και αφορούν αλληλογραφία του Έλληνα εκπροσώπου στα Ηνωμένα Έθνη και του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, καταγράφονται εγκλήματα σε πάνω από 60 πόλεις και χωριά της ελληνικής επικράτειας, ανεβάζοντας τον αριθμό των κατηγορουμένων σε εκατοντάδα και πλέον..

Για να καταλάβουμε την θηριωδία αυτής της καταστροφικής μηχανής αξίζει να σημειωθεί ότι ο Magers είχε εγκατασταθεί μερικά χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος ως γεωπόνος στην περιοχή.

Απεδείχθη όμως ότι ήταν μυστικός πράκτορας της Γκεστάπο, που ξαναφόρεσε αμέσως μετά τη στολή του γκεσταπίτη και ανέλαβε τη διεύθυνση της Βρετανικής Εταιρείας Κωπαΐδος πουλώντας στη μαύρη αγορά σημαντικό μέρος της περιουσίας της προς ίδιον όφελος.

Καρακόλιθος

Στις 24 Απριλίου του 1944 στον Καρακόλιθο, για αντίποινα σε ενέδρα αντιστασιακών ομάδων, οι Γερμανοί Ναζιστές εκτελούν τις πρωινές ώρες, 110 ομήρους πατριώτες από τις φυλακές Λειβαδιάς, μεταξύ των οποίων και τέσσερις Διστομίτες το δε απόγευμα της ίδιας μέρας άλλους 24 ομήρους.

Σύμφωνα με την Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, Εκδόσεις Αυλός, 9 Γερμανοί έπεσαν νεκροί, μεταξύ των οποίων ένας συνταγματάρχης και άλλοι 3 αξιωματικοί. Από την πλευρά τους οι Γερμανοί επισήμως έκαναν λόγο για 2 Γερμανούς αξιωματικούς νεκρούς από το κτύπημα.

Η διαταγή για τα αντίποινα δημοσιεύτηκε στο Βήμα της 2ας Μαΐου 1944. Εκτός από τους κρατούμενους στις φυλακές Λιβαδειάς υπάρχουν θύματα από το Δίστομο, το Κυριάκι και 39 Λαμιώτες.

Όμως πώς βρέθηκαν οι Λαμιώτες στη Λιβαδειά;

Ο Mark Mazower στο βιβλίο του “Η Ελλάδα του Χίτλερ” αναφέρει:

Αυτό που συνέβη στη Λαμία την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου 1944) ήταν τυπικό γι’ αυτού του είδους τις επιχειρήσεις: ξαφνικά στρατιώτες μπλοκάρισαν ένα μέρος της πόλης και όλοι οι κάτοικοι που ήταν πάνω από 14 χρονών διατάχθηκαν να σταθούν στην κεντρική πλατεία με τα χέρια ψηλά.

Αξιωματούχοι της SD έλεγχαν τα χαρτιά τους και, με την υπόδειξη ενός μασκοφόρου Έλληνα δωσίλογου, έστειλαν πολλούς στη φυλακή.

Μια εβδομάδα αργότερα 35 από αυτούς οδηγήθηκαν στη Λιβαδειά και τουφεκίστηκαν εκεί. Άλλοι σκοτώθηκαν αργότερα σε περαιτέρω αντίποινα.

Αυτοί λοιπόν πρέπει να ήταν οι άτυχοι Λαμιώτες που έπεσαν στον Καρακόλιθο.

Ριτσώνα

Οι κατακτητές στις 16 Μαΐου 1944 εκτελούν 110 τραυματίες του αλβανικού μετώπου  στην Ριτσώνα Βοιωτίας αφού πρώτα τους έχουν εκεί  με φορτηγά από το νοσοκομείο που νοσηλευόταν στην Αθήνα.

Ένα μνημείο είναι το μόνο που έχει απομείνει πλέον να απονέμει φόρο τιμής στο σημείο τούτο κατεστραμμένο από τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές στην περιοχής.

Δίστομο

Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δεν δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρόλο που μεταπολεμικά το ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες  άρχισε την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό.

Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν.

Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδειά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους.

Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων.

Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού  Ελβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, με πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.

Στις 24 Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επανήλθαν και έκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου, χωρίς ανθρώπινες απώλειες αφού οι κάτοικοι του είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές δύσβατες περιοχές του χωριού.

Ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) είναι ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή για τη σφαγή του Διστόμου, ο οποίος και μετά το τέλος της συνέταξε ψευδή αναφορά που ανέφερε ότι οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση “με όλμους, αυτόματα όπλα και τουφέκια από τη μεριά του Διστόμου”.

Η αναφορά του Lautenbach αμφισβητήθηκε αμέσως καθώς ο Georg Koch, πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας o οποίος συνόδευε επίσης το τάγμα, υπέβαλλε ξεχωριστή αναφορά κατά την οποία βεβαίωσε ότι το τάγμα στην πραγματικότητα έπεσε σε ενέδρα πολλά μίλια έξω από το Δίστομο.

Ο Koch προσθέτει επίσης ότι μόνο αφού το τάγμα είχε αποτελεσματικά απωθήσει τους “αντάρτες”, έκανε μεταβολή προς το Δίστομο για να διεκπεραιώσει τη σφαγή.

Στην ανάκριση που ακολούθησε, ο Λάουτενμπαχ υπερασπίστηκε τις επιλογές του λέγοντας ότι προτίμησε συνειδητά να ακολουθήσει το πνεύμα των διαταγών, παρά το γράμμα.

Επίσης δήλωσε ότι γνώριζε πως η επιλογή του μπορούσε να θεωρηθεί ανυποταξία, ωστόσο ήλπιζε να εγκριθεί εκ των υστέρων, βάσει των ανθρωπιστικών και στρατιωτικών ιδανικών.

Σημειώνεται ότι στο στρατοδικείο που ακολούθησε, δεν κλήθηκε κανένας Έλληνας μάρτυρας.

Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε επίσης υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο, ο Χανς Τσάμπελ (Hans Tsampbel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα.

Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στην Γερμανία για τις εκεί έρευνες όπου και παρέμεινε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος.

Μέλη του ίδιου συντάγματος είχαν πραγματοποιήσει ένα μήνα μόλις πριν, την Σφαγή της Κλεισούρας με 273 αμάχους νεκρούς ανάμεσα τους παιδιά και βρέφη.

Καλάμι

Μία ημέρα μετά το Ολοκαύτωμα στο Δίστομο (10/6/1944), ακολούθησαν τα γεγονότα στο Καλάμι Βοιωτίας.

Ήταν 11 Ιουνίου 1944 και οι ναζί σφαγείς του Δίστομου, αφού «το είχαν γλεντήσει» το βράδυ στη Λιβαδειά, αποφασίζουν να κάνουν μπλόκο κοντά στο χωριό Καλάμι και συγκεντρώνουν 26 άτομα.

Τους ξεχώρισαν άνδρες και γυναίκες και τους εκτέλεσαν. Μετά πέταξαν μέσα σε ένα σπίτι τα πτώματα και έβαλαν φωτιά για να τα απανθρακώσουν. «Πιστοί στις συνήθειές» τους, το έριξαν στο πλιάτσικο.

Τίποτα δεν γλίτωσε, ζώα, ρούχα, σπαρτά, κότες, ακόμα και η αποθήκη του Ερυθρού Σταυρού λεηλατήθηκε. Οι σφετεριστές Ναζί τα φόρτωσαν σε φορτηγά και έφυγαν.

Το Καλάμι πλήρωσε με 26 ζωές, με δύο τραυματίες και με λεηλασία τουλάχιστον 20 σπιτιών, τη μανία των κατακτητών.

Όπως διαπιστώθηκε, στο Δίστομο και στο Καλάμι οι αξιωματικοί των ναζί ήταν: ο στρατιωτικός Διοικητής Λεβαδείας Ταγματάρχης των S.S. Stuzmau Aföhrer Rickert. Από την αποφράδα εκείνη μέρα το χωριό δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ Ένα λιτό μνημείο στην άκρη του δρόμου, κρατάει τη μνήμη ζωντανή.