Ο έμπειρος σε θέματα μετανάστευσης δικηγόρος και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο της Αθήνας, κ. Βασίλης Τσιάτης, καταγγέλλει την μη ενεργοποίηση των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων των Δήμων, που έμειναν στα χαρτιά.
Στην καθημερινότητα είμαστε συχνά μάρτυρες και ακροατές πολλών καθημερινών εκφράσεων όπως ¨γεμίσανε οι γειτονιές ξένους”, “δεν μπορούμε να κυκλοφορούμε μετά από κάποιες ώρες υπό τον φόβο των αλλοδαπών”, “στις λαϊκές βλέπουμε μαύρους ανθρώπους με σαρίκια και μαντίλες» κλπ.
Ωστόσο η πραγματική διάσταση του μεταναστευτικού ζητήματος – του οποίου η επίλυση είναι μία τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας – είναι πως έχει πολλαπλές εκφάνσεις και επηρεάζει τους βασικότερους τομείς της καθημερινής μας ζωής όπως ενδεικτικά την κοινωνία, την εργασία, την ασφάλεια του πολίτη – καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις παραβατικές και αξιόποινες συμπεριφορές – καθώς και την δημογραφία μίας χώρας.
Κοινωνία: Πολίτες από τρίτες χώρες με άλλο πολιτισμό, ήθη και έθιμα εισέρχονται στην χώρα για να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές καθεστώς διαβίωσης.
Εργασία: Στο παρελθόν οι αλλοδαποί εργαζόμενοι ήταν ανεπιθύμητοι λόγω του ότι προσέφεραν φθηνότερες υπηρεσίες από τους εγχώριους εργάτες αλλά στην παρούσα χρονική περίοδο περιζήτητοι για να καλύψουν πολλούς τομείς τεχνικών και αγροτικών επαγγελμάτων ένεκα αποδημίας των γηγενών εργατών προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δημογραφία: Διά της νόμιμης διαμονής πλήθους αλλοδαπών υπηκόων στην Ελληνική Επικράτεια έχει αυξηθεί ο υπάρχον πληθυσμός.
Ασφάλεια: Δημιουργείται αίσθημα ανασφάλειας σχετικά με την παραβατική συμπεριφορά υπηκόων τρίτων χωρών που δυσκολεύονται να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία.
Η πρωτοβουλία επίλυσης όλων των ανωτέρω ζητημάτων πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη πως η Ελλάδα βρίσκεται εδώ και πολλούς αιώνες σε μία μεγάλη διασταύρωση πολιτισμών που συνδέει την Μέση Ανατολή με την Δύση και την Βόρεια Ευρώπη με τις αφρικανικές χώρες.
Συνεπώς η διακοπή των ως άνω μεταναστευτικών ροών σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι αδύνατη με νόμιμα μέσα.
Η επίλυση του άνω ζητήματος μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στον άξονα διαχωρισμού του οικονομικού μετανάστη από τον πολιτικό πρόσφυγα αλλά και σε μία πολιτική που θα σκοπεύει στην δημιουργία των κατάλληλων υποδομών για την διευκόλυνση της ένταξης των αλλοδαπών στην κοινωνία.
Μία τέτοια υποδομή αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 78 του ν, 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και Αποκεντρωμένης Διοίκησης» βάσει της οποίας ιδρύθηκε στους Δήμους το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων (ΣΕΜ). Πρωτοβουλία ωστόσο που ουδέποτε υλοποιήθηκε και χαθήκαν πολύτιμοι πόροι από την ΕΕ.
Τα ΣΕΜ είχαν επιφορτισθεί βάσει του άνω νόμου σημαντικά καθήκοντα και συγκεκριμένα
α) την καταγραφή και διερεύνηση προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, που κατοικούν μόνιμα στην περιφέρεια του οικείου Δήμου ως προς την ένταξη τους στην τοπική κοινωνία, την επαφή τους με δημόσιες αρχές ή την δημοτική αρχή,
β) η υποβολή εισηγήσεων προς το Δημοτικό Συμβούλιο για την ανάπτυξη τοπικών δράσεων προώθησης της ομαλής κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και προσφύγων και εν γένει την επίλυση των προβλημάτων που αυτοί αντιμετωπίζουν, ιδίως μέσω της οργάνωσης συμβουλευτικών υπηρεσιών από τις δημοτικές υπηρεσίες και
γ) η διοργάνωση σε συνεργασία με τον οικείο Δήμο εκδηλώσεων ευαισθητοποίησης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής του τοπικού πληθυσμού.
Ο μη διαχωρισμός του οικονομικού μετανάστη – ο οποίος διαμένει τα τελευταία 30 χρόνια νόμιμα στην Ελλάδα – από τον πρόσφυγα που εισέρχεται λαθραία στην χώρα αλλά και η πλήρης παράλειψη δημιουργίας των άνω υποδομών (ΣΕΜ) έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην κοινωνία που έγκεινται αφενός μεν στην πολυετή καθυστέρηση έκδοσης νομιμοποιητικών εγγράφων και αφετέρου στην δημιουργία παρακρατικών φορέων που εκμεταλλεύονται οικονομικά τους υπηκόους τρίτων χωρών ( λ.χ κάποιος οικονομικός μετανάστης ξοδεύει ιλιγγιώδη ποσά περί τα 5.000€ για την νομιμοποίηση του ιδίου αλλά και της οικογένειας του στην χώρα)
Με λίγα λόγια, η ορθή εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας που δίνει αυξημένη αρμοδιότητα στους Δήμους θα επιφέρει την ομαλοποίηση και από τις δύο πλευρές των κοινωνικών προβλημάτων και θα παράσχει μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιοσύνη μειώνοντας κατά το μέγιστο τα φαινόμενα διαφθοράς γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα.